ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ερυσιφίδες — (erysiphaceae). Οικογένεια παρασιτικών μυκήτων των φύλλων πολλών φυτών, που είναι γνωστοί κυρίως με την ονομασία ωίδιο. Από τις υφές του μυκηλίου αποχωρίζονται ασκοσπόρια, που μεταφέρονται με τον άνεμο στα φύλλα. Σε λίγες ημέρες το φυτό είναι… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek
ουνκίνουλα — η βοτ. γένος πυρηνομυκήτων τής οικογένειας ερυσιφίδες, που είναι παράσιτα τών ανώτερων φυτών, και ιδίως το είδος Unincula necator, το οποίο προκαλεί το ωίδιο τής αμπέλου και μπορεί να καταστρέψει τη σοδειά ολόκληρων περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… … Dictionary of Greek
ωιδιοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) μικρό κύτταρο που παράγεται από τον τεμαχισμό μιας σωματικής υφής ή ενός ωιδιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωίδιο + σπόριο] … Dictionary of Greek
ωιδιοφόρος — ο, Ν (μυκητ.) ειδική υφή ορισμένων μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oidiophore (< ωίδιο + φόρος* [< φέρω])] … Dictionary of Greek
Αμίτσι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Amici, Μοντένα 1786 – Φλωρεντία 1863). Ιταλός αστρονόμος, οπτικός και φυσιοδίφης. Καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Μοντένα από το 1815, έγινε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Φλωρεντίας και καθηγητής της… … Dictionary of Greek